- πεταλόσχημος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει σχήμα πετάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλο + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. καρδιό-σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Γ. Λαμπάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταλόσχημος — η, ο ο με σχήμα πετάλου, πεταλοειδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεταλοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα πετάλου, πεταλόσχημος: Πεταλοειδής μαγνήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)